ομοκοινωνικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ομοκοινωνικότητα < ομο- + κοινωνικότητα, λόγιο ενδογενές δάνειο: (απόδοση) αγγλική homosociality(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ομοκοινωνικότητα θηλυκό
- οι γενικότερες σχέσεις μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου (όπως οι κοινωνικές σχέσεις), οργάνωση σχέσεων μεταξύ ομοφύλων
Αντώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
για ερωτικές σχέσεις:
- ομοσεξουαλικότητα {πολύ σπάνιο)
- ομοφυλοφιλία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ομοκοινωνικότητα