Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ομοιόχρωμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ομοιόχρωμ
ος
η
ομοιόχρωμ
η
το
ομοιόχρωμ
ο
γενική
του
ομοιόχρωμ
ου
της
ομοιόχρωμ
ης
του
ομοιόχρωμ
ου
αιτιατική
τον
ομοιόχρωμ
ο
την
ομοιόχρωμ
η
το
ομοιόχρωμ
ο
κλητική
ομοιόχρωμ
ε
ομοιόχρωμ
η
ομοιόχρωμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ομοιόχρωμ
οι
οι
ομοιόχρωμ
ες
τα
ομοιόχρωμ
α
γενική
των
ομοιόχρωμ
ων
των
ομοιόχρωμ
ων
των
ομοιόχρωμ
ων
αιτιατική
τους
ομοιόχρωμ
ους
τις
ομοιόχρωμ
ες
τα
ομοιόχρωμ
α
κλητική
ομοιόχρωμ
οι
ομοιόχρωμ
ες
ομοιόχρωμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ομοιόχρωμος
<
όμοι(ος)
+
-ό-
+
-χρωμος
Επίθετο
επεξεργασία
ομοιόχρωμος, -η, -ο
που έχει το ίδιο
χρώμα
με κάποιον/κάτι άλλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ομοιόχρωμος