↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομογονεϊκός η ομογονεϊκή το ομογονεϊκό
      γενική του ομογονεϊκού της ομογονεϊκής του ομογονεϊκού
    αιτιατική τον ομογονεϊκό την ομογονεϊκή το ομογονεϊκό
     κλητική ομογονεϊκέ ομογονεϊκή ομογονεϊκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομογονεϊκοί οι ομογονεϊκές τα ομογονεϊκά
      γενική των ομογονεϊκών των ομογονεϊκών των ομογονεϊκών
    αιτιατική τους ομογονεϊκούς τις ομογονεϊκές τα ομογονεϊκά
     κλητική ομογονεϊκοί ομογονεϊκές ομογονεϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ομογονεϊκός < ομο- + γονέας : (νεολογισμός) μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική homoparental

  Επίθετο

επεξεργασία

ομογονεϊκός -ή -ό

  • που αναφέρεται στην ομογονεϊκότητα, την ιδιότητα του ομοφυλόφιλου γονέα, κυρίως σε περίπτωση υιοθεσίας παιδιού από ομοφυλόφιλο ζευγάρι
η ομογονεϊκή οικογένεια

  Μεταφράσεις

επεξεργασία