ομογονεϊκός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ομογονεϊκός < ομο- + γονέας : (νεολογισμός) μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική homoparental
Επίθετο
επεξεργασίαομογονεϊκός -ή -ό
- που αναφέρεται στην ομογονεϊκότητα, την ιδιότητα του ομοφυλόφιλου γονέα, κυρίως σε περίπτωση υιοθεσίας παιδιού από ομοφυλόφιλο ζευγάρι
- η ομογονεϊκή οικογένεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία ομογονεϊκός