ομογάστριος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ομογάστριος < αρχαία ελληνική ὁμογάστριος < ὁμός + γαστήρ
Επίθετο επεξεργασία
ομογάστριος, -α, -ο
- που γεννήθηκε από την ίδια μητέρα
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ομογάστριος
|