↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομογάλαχτος η ομογάλαχτη το ομογάλαχτο
      γενική του ομογάλαχτου της ομογάλαχτης του ομογάλαχτου
    αιτιατική τον ομογάλαχτο την ομογάλαχτη το ομογάλαχτο
     κλητική ομογάλαχτε ομογάλαχτη ομογάλαχτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομογάλαχτοι οι ομογάλαχτες τα ομογάλαχτα
      γενική των ομογάλαχτων των ομογάλαχτων των ομογάλαχτων
    αιτιατική τους ομογάλαχτους τις ομογάλαχτες τα ομογάλαχτα
     κλητική ομογάλαχτοι ομογάλαχτες ομογάλαχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ομογάλαχτος < ομογάλακτος με τροπή [kt] > [xt] για προσαρμογή στη δημοτική

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.moˈɣa.la.xtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐μο‐γά‐λα‐χτος

  Επίθετο

επεξεργασία

ομογάλαχτος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία