ολόξενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ολόξενος | η | ολόξενη | το | ολόξενο |
γενική | του | ολόξενου | της | ολόξενης | του | ολόξενου |
αιτιατική | τον | ολόξενο | την | ολόξενη | το | ολόξενο |
κλητική | ολόξενε | ολόξενη | ολόξενο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ολόξενοι | οι | ολόξενες | τα | ολόξενα |
γενική | των | ολόξενων | των | ολόξενων | των | ολόξενων |
αιτιατική | τους | ολόξενους | τις | ολόξενες | τα | ολόξενα |
κλητική | ολόξενοι | ολόξενες | ολόξενα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ολόξενος < μεσαιωνική ελληνική ολόξενος < ολό- + ξένος
Επίθετο επεξεργασία
ολόξενος, -η, -ο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ολόξενος
|