ολογλήγορος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.loˈɣli.ɣo.ɾos/
Επίθετο
επεξεργασίαολογλήγορος
- (λογοτεχνικό) πάρα πολύ γρήγορος
- ※ Φεύγει ὀπίσω τὸ ποδάρι
καὶ ὀλογλήγορο πατεῖ
ἢ τὴν πέτρα ἢ τὸ χορτάρι
ποὺ τὴ δόξα σοῦ ἐνθυμεῖ.
- ※ Φεύγει ὀπίσω τὸ ποδάρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία ολογλήγορος
|