Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολογάλανος η ολογάλανη το ολογάλανο
      γενική του ολογάλανου της ολογάλανης του ολογάλανου
    αιτιατική τον ολογάλανο την ολογάλανη το ολογάλανο
     κλητική ολογάλανε ολογάλανη ολογάλανο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολογάλανοι οι ολογάλανες τα ολογάλανα
      γενική των ολογάλανων των ολογάλανων των ολογάλανων
    αιτιατική τους ολογάλανους τις ολογάλανες τα ολογάλανα
     κλητική ολογάλανοι ολογάλανες ολογάλανα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ολογάλανος < ολο- + γαλανός

  Επίθετο επεξεργασία

ολογάλανος

  • που είναι σε όλη την έκτασή του γαλανός

  Μεταφράσεις επεξεργασία