Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ολικότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ολότητα
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Δείτε επίσης
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ολικότητ
α
οι
ολικότητ
ες
γενική
της
ολικότητ
ας
των
ολικοτήτ
ων
αιτιατική
την
ολικότητ
α
τις
ολικότητ
ες
κλητική
ολικότητ
α
ολικότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ολικότητα
<
ολικ(ός)
+
-ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ολικότητα
θηλυκό
(
σπάνιο
,
λόγιο
) η
ιδιότητα
του
ολικού
Συνώνυμα
επεξεργασία
γενικότητα
καθολικότητα
Αντώνυμα
επεξεργασία
μερικότητα
Δείτε επίσης
επεξεργασία
αποσπασματικότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ολικότητα
γαλλικά
:
totalité
(fr)