Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ολιγότεκνος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ολιγότεκν
ος
η
ολιγότεκν
η
το
ολιγότεκν
ο
γενική
του
ολιγότεκν
ου
της
ολιγότεκν
ης
του
ολιγότεκν
ου
αιτιατική
τον
ολιγότεκν
ο
την
ολιγότεκν
η
το
ολιγότεκν
ο
κλητική
ολιγότεκν
ε
ολιγότεκν
η
ολιγότεκν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ολιγότεκν
οι
οι
ολιγότεκν
ες
τα
ολιγότεκν
α
γενική
των
ολιγότεκν
ων
των
ολιγότεκν
ων
των
ολιγότεκν
ων
αιτιατική
τους
ολιγότεκν
ους
τις
ολιγότεκν
ες
τα
ολιγότεκν
α
κλητική
ολιγότεκν
οι
ολιγότεκν
ες
ολιγότεκν
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ολιγότεκνος
< (
ελληνιστική κοινή
)
ὀλιγότεκνος
Επίθετο
επεξεργασία
ολιγότεκνος
αυτός που έχει λίγα
τέκνα
,
παιδιά
ολιγοτεκνία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ολιγότεκνος