ολιγοτεκνία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ολιγοτεκνία < ελληνιστική κοινή ὀλιγοτεκνία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ολιγοτεκνία θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ολιγοτεκνία
|
Δείτε επίσης : ολιγοτοκία |
ολιγοτεκνία θηλυκό
|