ολιγόλεπτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαολιγόλεπτος, -η, -ο
- που διαρκεί λίγα λεπτά της ώρας
- ο ομιλητής στην ολιγόλεπτη δευτερολογία του διευκρίνισε τις θέσεις του
Μεταφράσεις
επεξεργασία ολιγόλεπτος
|