↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολιγόλεπτος η ολιγόλεπτη το ολιγόλεπτο
      γενική του ολιγόλεπτου της ολιγόλεπτης του ολιγόλεπτου
    αιτιατική τον ολιγόλεπτο την ολιγόλεπτη το ολιγόλεπτο
     κλητική ολιγόλεπτε ολιγόλεπτη ολιγόλεπτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολιγόλεπτοι οι ολιγόλεπτες τα ολιγόλεπτα
      γενική των ολιγόλεπτων των ολιγόλεπτων των ολιγόλεπτων
    αιτιατική τους ολιγόλεπτους τις ολιγόλεπτες τα ολιγόλεπτα
     κλητική ολιγόλεπτοι ολιγόλεπτες ολιγόλεπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ολιγόλεπτος < ολίγος + λεπτό

  Επίθετο

επεξεργασία

ολιγόλεπτος, -η, -ο

  • που διαρκεί λίγα λεπτά της ώρας
    ο ομιλητής στην ολιγόλεπτη δευτερολογία του διευκρίνισε τις θέσεις του

  Μεταφράσεις

επεξεργασία