ολιγοπότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ολιγοπότης < ὀλιγοπότης στην καθαρεύουσα και στη μεσαιωνική ελληνική < ὀλίγος και πότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαολιγοπότης αρσενικό (θηλυκό η ολιγοπότις)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ολιγοπότης
|