Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ολιγοπότις < ολιγοπότης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ολιγοπότις θηλυκό

→ δείτε τη λέξη ολιγοπότης

  Μεταφράσεις επεξεργασία