↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολιγοετής η ολιγοετής το ολιγοετές
      γενική του ολιγοετούς* της ολιγοετούς του ολιγοετούς
    αιτιατική τον ολιγοετή την ολιγοετή το ολιγοετές
     κλητική ολιγοετή(ς) ολιγοετής ολιγοετές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολιγοετείς οι ολιγοετείς τα ολιγοετή
      γενική των ολιγοετών των ολιγοετών των ολιγοετών
    αιτιατική τους ολιγοετείς τις ολιγοετείς τα ολιγοετή
     κλητική ολιγοετείς ολιγοετείς ολιγοετή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ολιγοετής < ολιγο- + -ετής

  Επίθετο

επεξεργασία

ολιγοετής, -ής, -ές

  • που διαρκεί λίγα χρόνια, ή που αναφέρεται σε χρονικό διάστημα λίγων ετών
    η ολιγοετής του εμπειρία σε αυτόν τον τομέα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία