ολιγοετής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ολιγοετής | η | ολιγοετής | το | ολιγοετές |
γενική | του | ολιγοετούς* | της | ολιγοετούς | του | ολιγοετούς |
αιτιατική | τον | ολιγοετή | την | ολιγοετή | το | ολιγοετές |
κλητική | ολιγοετή(ς) | ολιγοετής | ολιγοετές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ολιγοετείς | οι | ολιγοετείς | τα | ολιγοετή |
γενική | των | ολιγοετών | των | ολιγοετών | των | ολιγοετών |
αιτιατική | τους | ολιγοετείς | τις | ολιγοετείς | τα | ολιγοετή |
κλητική | ολιγοετείς | ολιγοετείς | ολιγοετή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαολιγοετής, -ής, -ές
- που διαρκεί λίγα χρόνια, ή που αναφέρεται σε χρονικό διάστημα λίγων ετών
- η ολιγοετής του εμπειρία σε αυτόν τον τομέα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ολιγοετής
|