Δείτε επίσης: οκτάωρος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οκταώροφος η οκταώροφη το οκταώροφο
      γενική του οκταώροφου της οκταώροφης του οκταώροφου
    αιτιατική τον οκταώροφο την οκταώροφη το οκταώροφο
     κλητική οκταώροφε οκταώροφη οκταώροφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οκταώροφοι οι οκταώροφες τα οκταώροφα
      γενική των οκταώροφων των οκταώροφων των οκταώροφων
    αιτιατική τους οκταώροφους τις οκταώροφες τα οκταώροφα
     κλητική οκταώροφοι οκταώροφες οκταώροφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οκταώροφος < οκτα- + όροφος

  Επίθετο

επεξεργασία

οκταώροφος, -η, -ο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία