οινοδοχείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οινοδοχείο < ελληνιστική κοινή οἰνοδοχεῖον < αρχαία ελληνική οἶνος + ελληνιστική κοινή δοχεῖον
Ουσιαστικό επεξεργασία
οινοδοχείο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
οινοδοχείο
|
οινοδοχείο ουδέτερο
|