οικογενειοκρατικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οικογενειοκρατικός < οικογενειοκρατ(ία) + -ικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.ko.ʝe.ni.o.kɾa.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : οι‐κο‐γε‐νει‐ο‐κρα‐τι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαοικογενειοκρατικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) που αφορά την οικογενειοκρατία
- ※ Υπάρχει η εντύπωση ότι αν αποχωρήσει ο πρόεδρος Μπασάρ αλ Ασαντ, το αυταρχικό κράτος, ένα οικογενειοκρατικό καθεστώς, θα καταρρεύσει σαν γυάλινος πύργος. (Fawaz Gerges, Οι βαθιές ρίζες του αυταρχικού καθεστώτος, Η Καθημερινή, 29 Ιουλίου 2012)
Μεταφράσεις
επεξεργασία οικογενειοκρατικός
|
Πηγές
επεξεργασία- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr