↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οικογενειοκρατικός η οικογενειοκρατική το οικογενειοκρατικό
      γενική του οικογενειοκρατικού της οικογενειοκρατικής του οικογενειοκρατικού
    αιτιατική τον οικογενειοκρατικό την οικογενειοκρατική το οικογενειοκρατικό
     κλητική οικογενειοκρατικέ οικογενειοκρατική οικογενειοκρατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οικογενειοκρατικοί οι οικογενειοκρατικές τα οικογενειοκρατικά
      γενική των οικογενειοκρατικών των οικογενειοκρατικών των οικογενειοκρατικών
    αιτιατική τους οικογενειοκρατικούς τις οικογενειοκρατικές τα οικογενειοκρατικά
     κλητική οικογενειοκρατικοί οικογενειοκρατικές οικογενειοκρατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οικογενειοκρατικός < οικογενειοκρατ(ία) + -ικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.ko.ʝe.ni.o.kɾa.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οι‐κο‐γε‐νει‐ο‐κρα‐τι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

οικογενειοκρατικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr