οικοανάπτυξη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οικοανάπτυξη | οι | οικοαναπτύξεις |
γενική | της | οικοανάπτυξης* | των | οικοαναπτύξεων |
αιτιατική | την | οικοανάπτυξη | τις | οικοαναπτύξεις |
κλητική | οικοανάπτυξη | οικοαναπτύξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, οικοαναπτύξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- οικοανάπτυξη < οικο- + ανάπτυξη ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ecodevelopment)
Ουσιαστικό επεξεργασία
οικοανάπτυξη θηλυκό
- (οικολογία) η ανάπτυξη οικολογικών συστημάτων
- (οικολογία) η ανάπτυξη της αγοράς ακινήτων λαμβάνοντας υπόψη περιβαλλοντικούς παράγοντες
Μεταφράσεις επεξεργασία
οικοανάπτυξη