Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οιδηματώδης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
οιδηματώδ
ης
η
οιδηματώδ
ης
το
οιδηματώδ
ες
γενική
του
οιδηματώδ
ους
της
οιδηματώδ
ους
του
οιδηματώδ
ους
αιτιατική
τον
οιδηματώδ
η
την
οιδηματώδ
η
το
οιδηματώδ
ες
κλητική
οιδηματώδ
η
(
ς
)
οιδηματώδ
ης
οιδηματώδ
ες
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
οιδηματώδ
εις
οι
οιδηματώδ
εις
τα
οιδηματώδ
η
γενική
των
οιδηματωδ
ών
των
οιδηματωδ
ών
των
οιδηματωδ
ών
αιτιατική
τους
οιδηματώδ
εις
τις
οιδηματώδ
εις
τα
οιδηματώδ
η
κλητική
οιδηματώδ
εις
οιδηματώδ
εις
οιδηματώδ
η
Κατηγορία
όπως «
μανιώδης
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
οιδηματώδης
<
οίδημα
(
γενική:
οιδήματ
ος) +
-ώδης
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
i.ði.maˈto.ðis
/
Επίθετο
επεξεργασία
οιδηματώδης, -ης, -ες
που έχει τα χαρακτηριστικά του
οιδήματος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οιδηματώδης
γαλλικά
:
œdémateux
(fr)