↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οιδηματώδης η οιδηματώδης το οιδηματώδες
      γενική του οιδηματώδους της οιδηματώδους του οιδηματώδους
    αιτιατική τον οιδηματώδη την οιδηματώδη το οιδηματώδες
     κλητική οιδηματώδη(ς) οιδηματώδης οιδηματώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οιδηματώδεις οι οιδηματώδεις τα οιδηματώδη
      γενική των οιδηματωδών των οιδηματωδών των οιδηματωδών
    αιτιατική τους οιδηματώδεις τις οιδηματώδεις τα οιδηματώδη
     κλητική οιδηματώδεις οιδηματώδεις οιδηματώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οιδηματώδης < οίδημα (γενική: οιδήματος) + -ώδης

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.ði.maˈto.ðis/

  Επίθετο

επεξεργασία

οιδηματώδης, -ης, -ες

  Μεταφράσεις

επεξεργασία