Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ογκολογικός η ογκολογική το ογκολογικό
      γενική του ογκολογικού της ογκολογικής του ογκολογικού
    αιτιατική τον ογκολογικό την ογκολογική το ογκολογικό
     κλητική ογκολογικέ ογκολογική ογκολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ογκολογικοί οι ογκολογικές τα ογκολογικά
      γενική των ογκολογικών των ογκολογικών των ογκολογικών
    αιτιατική τους ογκολογικούς τις ογκολογικές τα ογκολογικά
     κλητική ογκολογικοί ογκολογικές ογκολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ογκολογικός < ογκολογ(ία) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

ογκολογικός, ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία