Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ογκολογικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ογκολογικ
ός
η
ογκολογικ
ή
το
ογκολογικ
ό
γενική
του
ογκολογικ
ού
της
ογκολογικ
ής
του
ογκολογικ
ού
αιτιατική
τον
ογκολογικ
ό
την
ογκολογικ
ή
το
ογκολογικ
ό
κλητική
ογκολογικ
έ
ογκολογικ
ή
ογκολογικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ογκολογικ
οί
οι
ογκολογικ
ές
τα
ογκολογικ
ά
γενική
των
ογκολογικ
ών
των
ογκολογικ
ών
των
ογκολογικ
ών
αιτιατική
τους
ογκολογικ
ούς
τις
ογκολογικ
ές
τα
ογκολογικ
ά
κλητική
ογκολογικ
οί
ογκολογικ
ές
ογκολογικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ογκολογικός
<
ογκολογ(ία)
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
ογκολογικός, ή, -ό
(
ιατρική
) σχετικός με την
ογκολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ογκολογικός