Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ογκολογία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ογκολογί
α
οι
ογκολογί
ες
γενική
της
ογκολογί
ας
των
ογκολογι
ών
αιτιατική
την
ογκολογί
α
τις
ογκολογί
ες
κλητική
ογκολογί
α
ογκολογί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ογκολογία
<
όγκος
+
λέγω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ογκολογία
θηλυκό
κλάδος της
ιατρικής
που ασχολείται την
μελέτη
, την
θεραπεία
, την
διάγνωση
και την
πρόληψή
των
όγκων
.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ογκολογία
αγγλικά
:
oncology
(en)
γαλλικά
:
oncologie
(fr)
γερμανικά
:
Onkologie
(de)
ισπανικά
:
oncología
(es)
ιταλικά
:
oncologia
(it)
ρωσικά
:
онкология
(ru)
τσεχικά
:
onkologie
(cs)
φινλανδικά
:
onkologia
(fi)