Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξυλοπολτός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ξυλοπολτ
ός
οι
ξυλοπολτ
οί
γενική
του
ξυλοπολτ
ού
των
ξυλοπολτ
ών
αιτιατική
τον
ξυλοπολτ
ό
τους
ξυλοπολτ
ούς
κλητική
ξυλοπολτ
έ
ξυλοπολτ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξυλοπολτός
<
ξύλο
+
-ο-
+
πολτός
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ksi.lo.polˈtos
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ξυλοπολτός
αρσενικό
πολτός
ή
μείγμα
από
ξύλο
(ή από
υλικό
που μοιάζει με
ξύλο
)
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ξύλο
και
πολτός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξυλοπολτός
αγγλικά
:
wood pulp
(en)
γερμανικά
:
Holzschliff
(de)
φινλανδικά
:
paperimassa
(fi)