Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξεσπόριασμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ξεσπόριασμα
τα
ξεσποριάσμα
τ
α
γενική
του
ξεσποριάσμα
τ
ος
των
ξεσποριασμά
τ
ων
αιτιατική
το
ξεσπόριασμα
τα
ξεσποριάσμα
τ
α
κλητική
ξεσπόριασμα
ξεσποριάσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξεσπόριασμα
<
ξε-
+
σπόριασμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ξεσπόριασμα
ουδέτερο
η αφαίρεση των
σπόρων
από έναν
καρπό
η εμφάνιση σπόρων
≈
συνώνυμα
:
σπόριασμα
Συγγενικά
επεξεργασία
ξεσποριάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξεσπόριασμα
γαλλικά
:
épépinage
(fr)