Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεσποριάζω < ξε- + σποριάζω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεσποριάζω

  1. (μεταβατικό) αφαιρώ τους σπόρους ενός καρπού
  2. (αμετάβατο) σχηματίζω σπόρους
     συνώνυμα: σποριάζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία