↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεσαμάρωτος η ξεσαμάρωτη το ξεσαμάρωτο
      γενική του ξεσαμάρωτου της ξεσαμάρωτης του ξεσαμάρωτου
    αιτιατική τον ξεσαμάρωτο την ξεσαμάρωτη το ξεσαμάρωτο
     κλητική ξεσαμάρωτε ξεσαμάρωτη ξεσαμάρωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεσαμάρωτοι οι ξεσαμάρωτες τα ξεσαμάρωτα
      γενική των ξεσαμάρωτων των ξεσαμάρωτων των ξεσαμάρωτων
    αιτιατική τους ξεσαμάρωτους τις ξεσαμάρωτες τα ξεσαμάρωτα
     κλητική ξεσαμάρωτοι ξεσαμάρωτες ξεσαμάρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεσαμάρωτος < ξεσαμαρώνω

  Επίθετο

επεξεργασία

ξεσαμάρωτος

  1. που δεν έχει σαμάρι
  2. που δεν δέχεται σαμάρι
  3. (μεταφορικά) ο ατίθασος
  4. (μεταφορικά) ο ελεύθερος, ο ανύπαντρος
  5. (συνεκδοχικά) ο άχρηστος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία