ξεσαμάρωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεσαμάρωτος < ξεσαμαρώνω
Επίθετο
επεξεργασίαξεσαμάρωτος
- που δεν έχει σαμάρι
- που δεν δέχεται σαμάρι
- (μεταφορικά) ο ατίθασος
- (μεταφορικά) ο ελεύθερος, ο ανύπαντρος
- (συνεκδοχικά) ο άχρηστος