ξενοκίνητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ξενοκίνητος, -η, -ο
- αυτός που υποκινείται από ξένες, αντεθνικές δυνάμεις
- Εξυπηρετεί συμφέροντα άλλων χωρών, η πρωτοβουλία του είναι ξενοκίνητη'
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξενοκίνητος