↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξενοκίνητος η ξενοκίνητη το ξενοκίνητο
      γενική του ξενοκίνητου της ξενοκίνητης του ξενοκίνητου
    αιτιατική τον ξενοκίνητο την ξενοκίνητη το ξενοκίνητο
     κλητική ξενοκίνητε ξενοκίνητη ξενοκίνητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξενοκίνητοι οι ξενοκίνητες τα ξενοκίνητα
      γενική των ξενοκίνητων των ξενοκίνητων των ξενοκίνητων
    αιτιατική τους ξενοκίνητους τις ξενοκίνητες τα ξενοκίνητα
     κλητική ξενοκίνητοι ξενοκίνητες ξενοκίνητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξενοκίνητος < ξέν(ος) + -ο- + -κίνητος

  Επίθετο

επεξεργασία

ξενοκίνητος, -η, -ο

  1. αυτός που υποκινείται από ξένες, αντεθνικές δυνάμεις
    Εξυπηρετεί συμφέροντα άλλων χωρών, η πρωτοβουλία του είναι ξενοκίνητη'

  Μεταφράσεις

επεξεργασία