ξεθεμελιωτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεθεμελιωτής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξεθεμελιωτής αρσενικό
- αυτός που γκρεμίζει ένα οικοδόμημα από τα θεμέλια
- (μεταφορικά) αυτός που καταστρέφει κάτι ολοκληρωτικά, ολοσχερώς
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεθεμελιωτής
|