Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεθεμελιώνω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ξεθεμελιώνω

  1. γκρεμίζω ένα οικοδόμημα από τα θεμέλια
     συνώνυμα: κατεδαφίζω
  2. (μεταφορικά) καταστρέφω κάτι ολοκληρωτικά, ολοσχερώς

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία