Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξαρτόριζα οι ξαρτόριζες
      γενική της ξαρτόριζας των ξαρτόριζων
    αιτιατική την ξαρτόριζα τις ξαρτόριζες
     κλητική ξαρτόριζα ξαρτόριζες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ξαρτόριζα (αγγλικά: chainplate).

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξαρτόριζα < ξάρτ(ι) + -ό- + ρίζα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξαρτόριζα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία