ξαρτόριζα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξαρτόριζα θηλυκό
- (ναυτικός όρος) μηχανισμός όπου προσαρτώνται και ρυθμίζονται τα ξάρτια
- ↪ διπλωμένη ξαρτόριζα με διπλή διάτρηση, ρυθμιζόμενη ξαρτόριζα (από το διαδίκτυο, 2021)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξαρτόριζα