ξέφυλλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ξέφυλλος | η | ξέφυλλη | το | ξέφυλλο |
γενική | του | ξέφυλλου | της | ξέφυλλης | του | ξέφυλλου |
αιτιατική | τον | ξέφυλλο | την | ξέφυλλη | το | ξέφυλλο |
κλητική | ξέφυλλε | ξέφυλλη | ξέφυλλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ξέφυλλοι | οι | ξέφυλλες | τα | ξέφυλλα |
γενική | των | ξέφυλλων | των | ξέφυλλων | των | ξέφυλλων |
αιτιατική | τους | ξέφυλλους | τις | ξέφυλλες | τα | ξέφυλλα |
κλητική | ξέφυλλοι | ξέφυλλες | ξέφυλλα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαξέφυλλος, -η, -ο
- που δεν του έχουν μείνει άλλα φύλλα
- ξέφυλλο δέντρο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- το ξέφυλλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξέφυλλος
|