ξέζωστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ξέζωστος | η | ξέζωστη | το | ξέζωστο |
γενική | του | ξέζωστου | της | ξέζωστης | του | ξέζωστου |
αιτιατική | τον | ξέζωστο | την | ξέζωστη | το | ξέζωστο |
κλητική | ξέζωστε | ξέζωστη | ξέζωστο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ξέζωστοι | οι | ξέζωστες | τα | ξέζωστα |
γενική | των | ξέζωστων | των | ξέζωστων | των | ξέζωστων |
αιτιατική | τους | ξέζωστους | τις | ξέζωστες | τα | ξέζωστα |
κλητική | ξέζωστοι | ξέζωστες | ξέζωστα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξέζωστος < ξεζώνω
Επίθετο
επεξεργασίαξέζωστος, -η, -ο
- αυτός που δεν φοράει ζώνη
- αυτός που δεν είναι ζωσμένος όπλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξέζωστος
|