Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξέζωστος η ξέζωστη το ξέζωστο
      γενική του ξέζωστου της ξέζωστης του ξέζωστου
    αιτιατική τον ξέζωστο την ξέζωστη το ξέζωστο
     κλητική ξέζωστε ξέζωστη ξέζωστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξέζωστοι οι ξέζωστες τα ξέζωστα
      γενική των ξέζωστων των ξέζωστων των ξέζωστων
    αιτιατική τους ξέζωστους τις ξέζωστες τα ξέζωστα
     κλητική ξέζωστοι ξέζωστες ξέζωστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξέζωστος < ξεζώνω

  Επίθετο επεξεργασία

ξέζωστος, -η, -ο

  1. αυτός που δεν φοράει ζώνη
  2. αυτός που δεν είναι ζωσμένος όπλα

  Μεταφράσεις επεξεργασία