νυφοστόλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νυφοστόλι | τα | νυφοστόλια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | νυφοστόλι | τα | νυφοστόλια |
κλητική | νυφοστόλι | νυφοστόλια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίανυφοστόλι ουδέτερο (λαογραφία) (λαϊκότροπο)
- εορταστικό, τελετουργικό στόλισμα του σπιτιού των μελλόνυμφων από ανύπαντρες κοπέλες, μερικές μέρες πριν το γάμο (εντάσσεται σε αυτό και το έθιμο του στρωσίματος του κρεβατιού του ζευγαριού)
- ο στολισμός της νύφης πριν την γαμήλια τελετή