νυφοπάζαρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ni.foˈpa.za.ɾo/
Ουσιαστικό επεξεργασία
νυφοπάζαρο ουδέτερο
- (μειωτικό) (ειρωνικό) μέρος όπου μαζεύονται πολλές γυναίκες που επιδιώκουν γνωριμία με άνδρες, με απώτερο σκοπό τον γάμο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νυφοπάζαρο
|