Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ντροπιάρης η ντροπιάρα το ντροπιάρικο
      γενική του ντροπιάρη της ντροπιάρας του ντροπιάρικου
    αιτιατική τον ντροπιάρη την ντροπιάρα το ντροπιάρικο
     κλητική ντροπιάρη ντροπιάρα ντροπιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ντροπιάρηδες οι ντροπιάρες τα ντροπιάρικα
      γενική των ντροπιάρηδων των ντροπιάρικων
    αιτιατική τους ντροπιάρηδες τις ντροπιάρες τα ντροπιάρικα
     κλητική ντροπιάρηδες ντροπιάρες ντροπιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντροπιάρης < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ντροπιάρης

  Μεταφράσεις επεξεργασία