ντούκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ντούκος | οι | ντούκοι |
γενική | του | ντούκου | των | ντούκων |
αιτιατική | τον | ντούκο | τους | ντούκους |
κλητική | ντούκε | ντούκοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ντούκος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ντούκος αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ντούκος
|