ντούκου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ντούκου < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα
επεξεργασίαντούκου
- (σε χαρτοπαίγνια) το δικαίωμα που έχει ένας παίκτης να μη συμμετέχει στο ποντάρισμα σε ένα γύρο, χωρίς να βγαίνει από το παιχνίδι
- (για πληρωμή) εξόφληση με καταβολή μετρητών
- ↪ απαιτήσαμε να μας δώσουν όλα τα λεφτά ντούκου, ειδάλλως η πώληση δεν θα γινόταν
- περνάει στο ντούκου: για κάτι που δεν του δίνεται η δέουσα προσοχή, που περνά απαρατήρητο ή αδιάφορα
- Περίμενα από κάποιους να προστατεύσουν την ιδιαιτερότητα και τη σπανιότητα αυτής της δουλειάς, αλλά όχι, πέρασε και αυτό στο ντούκου. (συνέντευξη της Όλιας Λαζαρίδου στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 16/10/2011)
- ντούκου ντούκου: (ηχομιμητικό) επαναλαμβανόμενος χτύπος
- ↪ ακουγόταν μόνο το ντούκου ντούκου της γραφομηχανής
- ≈ συνώνυμα: ντάκα ντούκα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ντούκου
|