ντοπαμινεργικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ντοπαμινεργικός < αγγλική dopaminergic < dopamine + -ergic, Μορφολογικά αναλύεται σε ντοπαμίν(η) + -εργικός
Επίθετο επεξεργασία
ντοπαμινεργικός, -ή, -ό
- (φαρμακευτική) που έχει τη λειτουργία της ντοπαμίνης
- ※ Η δραστική του ουσία, rotigotine, είναι ένας ντοπαμινεργικός αγωνιστής (Δελτία Τύπου, Neupro (rotigotine), Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων [1])
Μεταφράσεις επεξεργασία
ντοπαμινεργικός