ντετόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ντετόρος | οι | ντετόροι |
γενική | του | ντετόρου | των | ντετόρων |
αιτιατική | τον | ντετόρο | τους | ντετόρους |
κλητική | ντετόρε | ντετόροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ντετόρος < άμεσο δάνειο από την ιταλική dottore
Ουσιαστικό
επεξεργασίαντετόρος αρσενικό
- (ιδιωματικό), άλλη μορφή του ντοτόρος
- ※ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ —Ου, ου, εσύ είσαι εδώ ντετόρος ; ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ —Όχι, μωρέ, ο ντετόρος είναι μέσα. Εγώ είμαι φαρμακοποιός εδώ. Τον γιατρό θέλεις; ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ —Ναίσκε, ψυχή μου, τον σιορ ντετόρο.
- Κώστας Μάνος (Αθανασίου), «Ο Καραγκιόζης φαρμακοποιός», στο: Γιώργος Ιωάννου (επιμ.), Ο Καραγκιόζης, τόμ. Α΄ (Αθήνα: Ερμής, 1971), σ. 110 [1].
- ※ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ —Ου, ου, εσύ είσαι εδώ ντετόρος ; ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ —Όχι, μωρέ, ο ντετόρος είναι μέσα. Εγώ είμαι φαρμακοποιός εδώ. Τον γιατρό θέλεις; ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ —Ναίσκε, ψυχή μου, τον σιορ ντετόρο.
Πηγές
επεξεργασία- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.