ναίσκε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ναίσκε < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ναῖσκε < *ναί σύ καλέ
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈne.sce/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ναί‐σκε
Μόριο επεξεργασία
ναίσκε
- (ιδιωματικό) βεβαιωτικό μόριο: ναι, βεβαίως
- ※ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ —Ου, ου, εσύ είσαι εδώ ντετόρος; ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ —Όχι, μωρέ, ο ντετόρος είναι μέσα. Εγώ είμαι φαρμακοποιός εδώ. Τον γιατρό θέλεις; ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ —Ναίσκε, ψυχή μου, τον σιορ ντετόρο.
- Κώστας Μάνος (Αθανασίου), «Ο Καραγκιόζης φαρμακοποιός», στο: Γιώργος Ιωάννου (επιμ.), Ο Καραγκιόζης, τόμ. Α΄ (Αθήνα: Ερμής, 1971), σ. 110 [1].
- ※ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ —Ου, ου, εσύ είσαι εδώ ντετόρος; ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ —Όχι, μωρέ, ο ντετόρος είναι μέσα. Εγώ είμαι φαρμακοποιός εδώ. Τον γιατρό θέλεις; ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ —Ναίσκε, ψυχή μου, τον σιορ ντετόρο.
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ναίσκε
|