νταγλαράς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νταγλαράς < (άμεσο δάνειο) τουρκική dağlı (ορεσίβιος)[1] ή από τον πληθυντικό dağlar της λέξης dağ (βουνό) που χρησιμοποιείται για να δηλώσει το μεγάλο μέγεθος.[2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίανταγλαράς αρσενικό (& νταγκλαράς)
- ψηλός, μεγαλόσωμος και άχαρος
- ※ Πρώτος και καλύτερος κείνος ο Μαλλής, ένας νταγλαράς διπλός σαν και μένα, χεροδύναμος σα χαμάλης, με κόκκινα όρθια μαλλιά. (Στράτης Μυριβήλης Μια μαχαιριά [διήγημα])
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Γ. Ανδριώτης, Ετυμολογικό Λεξικό της Κοινής Νεοελλληνικής
- ↑ νταγλαράς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας