ντέρτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈdeɾ.ti.kos/
Επίθετο
επεξεργασίαντέρτικος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο) που έχει σχέση με το ντέρτι, αναφέρεται σ’ αυτό ή γίνεται με ντέρτι
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ντέρτι
Μεταφράσεις
επεξεργασία ντέρτικος
|