νουνέχεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νουνέχεια < ελληνιστική κοινή νουνέχεια < αρχαία ελληνική νουνεχής < νόος / νοῦς + ἔχω
Ουσιαστικό επεξεργασία
νουνέχεια θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νουνέχεια
|