Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νοτιοειρηνικός η νοτιοειρηνική το νοτιοειρηνικό
      γενική του νοτιοειρηνικού της νοτιοειρηνικής του νοτιοειρηνικού
    αιτιατική τον νοτιοειρηνικό τη νοτιοειρηνική το νοτιοειρηνικό
     κλητική νοτιοειρηνικέ νοτιοειρηνική νοτιοειρηνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νοτιοειρηνικοί οι νοτιοειρηνικές τα νοτιοειρηνικά
      γενική των νοτιοειρηνικών των νοτιοειρηνικών των νοτιοειρηνικών
    αιτιατική τους νοτιοειρηνικούς τις νοτιοειρηνικές τα νοτιοειρηνικά
     κλητική νοτιοειρηνικοί νοτιοειρηνικές νοτιοειρηνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νοτιοειρηνικός < νοτιο- + Ειρηνικός (ωκεανός)

  Επίθετο επεξεργασία

νοτιοειρηνικός

  • ο σχετικός με το Νότιο Ειρηνικό ωκεανό (έκταση, χώρες, νησιά, λιμένες, αεροδρόμια κ.λπ.)

  Μεταφράσεις επεξεργασία