Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νομαρχείο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
νομαρχεί
ο
τα
νομαρχεί
α
γενική
του
νομαρχεί
ου
των
νομαρχεί
ων
αιτιατική
το
νομαρχεί
ο
τα
νομαρχεί
α
κλητική
νομαρχεί
ο
νομαρχεί
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
νομαρχείο
<
νομάρχης
+
-είο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
νομαρχείο
ουδέτερο
(
παρωχημένο
)
κτήριο
όπου βρίσκεται η
έδρα
του
νομάρχη
και των
σχετικών
υπηρεσιών
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
νομάρχης
,
νομός
και
άρχω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νομαρχείο