Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νομαρχία οι νομαρχίες
      γενική της νομαρχίας των νομαρχιών
    αιτιατική τη νομαρχία τις νομαρχίες
     κλητική νομαρχία νομαρχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

  1. νομαρχία < νομός + -αρχία (< άρχω)
  2. νομαρχία < νόμος + -αρχία (< άρχω)

  Ουσιαστικό 1Επεξεργασία

νομαρχία θηλυκό

  1. το σύνολο των διοικητικών υπηρεσιών στο επίπεδο του νομού
  2. το κτήριο που βρίσκεται στην πρωτεύουσα ενός νομού, στεγάζει αυτές τις διοικητικές υπηρεσίες και αποτελεί την έδρα του νομάρχη

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  Ουσιαστικό 2Επεξεργασία

νομαρχία θηλυκό

  1. (παρωχημένο) το κράτος όπου την εξουσία έχουν οι νόμοι
    Η «Ελληνική Νομαρχία», έργο ανώνυμου συγγραφέα (άλλωστε, στην ελληνική γραμματολογία έχει καθιερωθεί με τον πλήρη τίτλο «Ανωνύμου του Έλληνος, Ελληνική Νομαρχία»), είναι ένα από τα σημαντικότερα προπαρασκευαστικά κείμενα της ελληνικής επανάστασης, ένα μαχητικό μανιφέστο του ελληνικού διαφωτισμού. (Από την εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 24 Μάρτη 2007)