Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νιοβιούχος η νιοβιούχα το νιοβιούχο
      γενική του νιοβιούχου της νιοβιούχας του νιοβιούχου
    αιτιατική τον νιοβιούχο τη νιοβιούχα το νιοβιούχο
     κλητική νιοβιούχε νιοβιούχα νιοβιούχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νιοβιούχοι οι νιοβιούχες τα νιοβιούχα
      γενική των νιοβιούχων των νιοβιούχων των νιοβιούχων
    αιτιατική τους νιοβιούχους τις νιοβιούχες τα νιοβιούχα
     κλητική νιοβιούχοι νιοβιούχες νιοβιούχα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νιοβιούχος < νιόβιο + -ούχος

  Επίθετο επεξεργασία

νιοβιούχος, -α, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία