Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νιοβιούχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
νιοβιούχ
ος
η
νιοβιούχ
α
το
νιοβιούχ
ο
γενική
του
νιοβιούχ
ου
της
νιοβιούχ
ας
του
νιοβιούχ
ου
αιτιατική
τον
νιοβιούχ
ο
τη
νιοβιούχ
α
το
νιοβιούχ
ο
κλητική
νιοβιούχ
ε
νιοβιούχ
α
νιοβιούχ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
νιοβιούχ
οι
οι
νιοβιούχ
ες
τα
νιοβιούχ
α
γενική
των
νιοβιούχ
ων
των
νιοβιούχ
ων
των
νιοβιούχ
ων
αιτιατική
τους
νιοβιούχ
ους
τις
νιοβιούχ
ες
τα
νιοβιούχ
α
κλητική
νιοβιούχ
οι
νιοβιούχ
ες
νιοβιούχ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
νιοβιούχος
<
νιόβιο
+
-ούχος
Επίθετο
επεξεργασία
νιοβιούχος, -α, -ο
(
χημεία
): χημική ένωση που φέρει στο μόριό της άτομο
νιοβίου
Συνώνυμα
επεξεργασία
νιοβίδιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νιοβιούχος