νικηθείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Μετοχή
επεξεργασία
νικηθείς, -εῖσα, -έν [ νῑκ ]
- μετοχή παθητικού αορίστου (ἐνικήθην) του ρήματος νικάω, νικῶ