Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νικελιούχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
νικελιούχ
ος
η
νικελιούχ
α
το
νικελιούχ
ο
γενική
του
νικελιούχ
ου
της
νικελιούχ
ας
του
νικελιούχ
ου
αιτιατική
τον
νικελιούχ
ο
τη
νικελιούχ
α
το
νικελιούχ
ο
κλητική
νικελιούχ
ε
νικελιούχ
α
νικελιούχ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
νικελιούχ
οι
οι
νικελιούχ
ες
τα
νικελιούχ
α
γενική
των
νικελιούχ
ων
των
νικελιούχ
ων
των
νικελιούχ
ων
αιτιατική
τους
νικελιούχ
ους
τις
νικελιούχ
ες
τα
νικελιούχ
α
κλητική
νικελιούχ
οι
νικελιούχ
ες
νικελιούχ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
νικελιούχος
<
νικέλιο
+
-ούχος
Επίθετο
επεξεργασία
νικελιούχος, -α, -ο
(
χημεία
): χημική ένωση που φέρει στο μόριό της άτομο
νικελίου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νικελιούχος