↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νικελιούχος η νικελιούχα το νικελιούχο
      γενική του νικελιούχου της νικελιούχας του νικελιούχου
    αιτιατική τον νικελιούχο τη νικελιούχα το νικελιούχο
     κλητική νικελιούχε νικελιούχα νικελιούχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νικελιούχοι οι νικελιούχες τα νικελιούχα
      γενική των νικελιούχων των νικελιούχων των νικελιούχων
    αιτιατική τους νικελιούχους τις νικελιούχες τα νικελιούχα
     κλητική νικελιούχοι νικελιούχες νικελιούχα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νικελιούχος < νικέλιο + -ούχος

  Επίθετο

επεξεργασία

νικελιούχος, -α, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία