↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νιγηριανός η νιγηριανή το νιγηριανό
      γενική του νιγηριανού της νιγηριανής του νιγηριανού
    αιτιατική τον νιγηριανό τη νιγηριανή το νιγηριανό
     κλητική νιγηριανέ νιγηριανή νιγηριανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νιγηριανοί οι νιγηριανές τα νιγηριανά
      γενική των νιγηριανών των νιγηριανών των νιγηριανών
    αιτιατική τους νιγηριανούς τις νιγηριανές τα νιγηριανά
     κλητική νιγηριανοί νιγηριανές νιγηριανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νιγηριανός < Νιγηρία

  Επίθετο

επεξεργασία

νιγηριανός, -ή, -ό

  • που κατάγεται ή σχετίζεται με την Νιγηρία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία