Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νιγηριανός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
νιγηριαν
ός
η
νιγηριαν
ή
το
νιγηριαν
ό
γενική
του
νιγηριαν
ού
της
νιγηριαν
ής
του
νιγηριαν
ού
αιτιατική
τον
νιγηριαν
ό
τη
νιγηριαν
ή
το
νιγηριαν
ό
κλητική
νιγηριαν
έ
νιγηριαν
ή
νιγηριαν
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
νιγηριαν
οί
οι
νιγηριαν
ές
τα
νιγηριαν
ά
γενική
των
νιγηριαν
ών
των
νιγηριαν
ών
των
νιγηριαν
ών
αιτιατική
τους
νιγηριαν
ούς
τις
νιγηριαν
ές
τα
νιγηριαν
ά
κλητική
νιγηριαν
οί
νιγηριαν
ές
νιγηριαν
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
νιγηριανός
<
Νιγηρία
Επίθετο
επεξεργασία
νιγηριανός, -ή, -ό
που κατάγεται ή σχετίζεται με την
Νιγηρία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νιγηριανός
γαλλικά
:
nigérian
(fr)
γαλικιανά
:
nixeriano
(gl)
εσπεράντο
:
niĝeriano
(eo)